φυσιολογικός

φυσιολογικός
-ή, -ό / φυσιολογικός, -ή, -όν, ΝΑ [φυσιολογία]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τής φυσιολογίας
2. μτφ. α) αυτός που υπάρχει, γίνεται ή εξελίσσεται σύμφωνα με τη φύση, κανονικός, ομαλός (α. «φυσιολογικός τοκετός» β. «ύστερα από την πάροδο τόσου χρόνου, η φθορά θεωρείται φυσιολογική»)
3. φρ. α) «φυσιολογική εξειδίκευση»
βιολ. η παρουσία, στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου είδους, ενός αριθμού γενετικά διαφορετικών φυλών ή μορφών οι οποίες δεν διακρίνονται μεν ως προς τη δομή τους, φανερώνουν όμως διαφορές στους φυσιολογικούς, βιοχημικούς ή παθογόνους χαρακτήρες τους
β) «φυσιολογική ξηρασία»
βοτ. κατάσταση ξηρασίας από την οποία υποφέρουν τα φυτά και η οποία οφείλεται κυρίως στην ελλιπή πρόσληψη νερού από το φυτό και όχι στην έλλειψη εδαφικού νερού
γ) «φυσιολογική φυλή»
βιολ. πληθυσμός ο οποίος διακρίνεται χάρη στα φυσιολογικά και όχι στα μορφολογικά χαρακτηριστικά του από τα άλλα μέλη ενός είδους, αλλ. ειδική μορφή
δ) «φυσιολογικό διάλυμα αλάτων»
βιολ. υδατικό διάλυμα αλάτων που χρησιμοποιείται για πρόσκαιρη διατήρηση ζωντανών κυττάρων
ε) «φυσιολογικός ορός»
ιατρ. ισότονο διάλυμα χλωριούχου νατρίου σε συγκέντρωση 0, 9%, που έχει την ίδια ωσμωτική πίεση με το πλάσμα τού αίματος και χρησιμοποιείται ευρύτατα στην ιατρική
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διερεύνηση τής φύσης.
επίρρ...
φυσιολογικώς / φυσιολογικῶς, ΝΜΑ, και φυσιολογικά Ν
νεοελλ.
με φυσιολογικό τρόπο, ομαλά, κανονικά
αρχ.
από την άποψη τής διερεύνησης τής φύσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φυσιολογικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιολογία (βλ. λ.), που είναι της φυσιολογίας, που είναι της βιολογίας, ο βιολογικός: Φυσιολογικό εργαστήριο (το φυσιολογείο). 2. αυτός που υπάρχει, γίνεται ή εξελίσσεται σύμφωνα με τη φύση (σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσιολογικά — φυσιολογικός of neut nom/voc/acc pl φυσιολογικά̱ , φυσιολογικός of fem nom/voc/acc dual φυσιολογικά̱ , φυσιολογικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολογικῶν — φυσιολογικός of fem gen pl φυσιολογικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολογικόν — φυσιολογικός of masc acc sg φυσιολογικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολογικοί — φυσιολογικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολογικοῦ — φυσιολογικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολογικῆς — φυσιολογικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολογικήν — φυσιολογικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολογικῶς — φυσιολογικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολογικῷ — φυσιολογικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”